-
1 ἐξοκέλλω
ἐξοκέλλω, intr., of a ship,A run aground,ἐς τὰς ἐκβολὰς τοῦ Πηνειοῦ Hdt.7.182
;πρὸς κραταίλεων χθόνα A.Ag. 666
; also [δελφῖνες] ἐ. εἰς τὴν γῆν Arist.HA 631b2
.2 metaph., drift into,ἐ. εἰς τραχύτερα πράγματα Isoc.7.18
;εἰς λόγου μῆκος Id.Ep.2.13
;εἰς ἀσέλγειαν Plb. 18.55.7
;πρὸς ἀπληστίαν Ph.1.686
;ἐς ἐπιθυμίας ἀνοήτους Paus.8.24.9
;εἰς κύβους Plu.2.5b
;εἰς ὕβριν Phylarch.45
J.; εἰς τρυφήν ibid., Plb. 7.1.1, Ath.12.523c (= Arist.Fr. 584);μέχρι τῶν ἐσχάτων Phld.Ir. p.35
W.: abs., to be ruined, Plb.4.48.11.II trans., run (a ship) aground: metaph., drive headlong,τινὰ εἰς ἄτην E.Tr. 137
(lyr.); :—[voice] Pass., metaph., δεῦρο δ' ἐξοκέλλεται things are coming to this pass, A.Supp. 438.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοκέλλω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский